σκηνίδιον

σκηνίδιον
σκην-ίδιον, τό, Dim. of σκηνή, Th.6.37.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σκηνιδίοις — σκηνίδιον neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηνιδίων — σκηνίδιον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηνιδίῳ — σκηνίδιον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηνίδιο — το / σκηνίδιον, ΝΑ [σκηνή] υποκορ. μικρή σκηνή νεοελλ. ανατ. σχηματισμός που το σχήμα του θυμίζει σκηνή («σκηνίδιο τής παρεγκεφαλίδας» προέκταση τής σκληράς μήνιγγας, η οποία χωρίζει τους ηνιακούς λοβούς τών εγκεφαλικών ημισφαιρίων από την… …   Dictionary of Greek

  • ՏԱՂԱՒԱՐԻԿ — ( ) NBH 2 0840 Chronological Sequence: Unknown date գ. σκηνίδιον tentoriolum, mapale, tugurium. Տաղաւար փոքրիկ եւ աղքատին. խուզ. խոլիկ. ... *Յայսմ տեղւոջ՝ յորում տաղաւարիկս է. Վրք. հց. ՟Ժ՟Դ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”